Μια βραδιά ιστορική για την πολιτιστική ζωή της Κεφαλονιάς έλαβε χώρα την 12η Μαΐου 2025
Το Αργοστόλι έσκυψε με σεβασμό και περηφάνια στη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη, του μεγάλου Έλληνα συνθέτη που υπήρξε και δημότης της πόλης, τιμώντας τον με δύο κορυφαίες συμβολικές πράξεις: την τοποθέτηση της προτομής του στην οδό Ριζοσπαστών και την εκτέλεση του Άξιον Εστί, του έργου-σταθμού στην ελληνική πολιτιστική ιστορία, στο κατάμεστο Δημοτικό Θέατρο “Κέφαλος”.
Η βραδιά ξεκίνησε με τα αποκαλυπτήρια της προτομής, τα οποία πραγματοποιήθηκαν παρουσία τοπικών αρχών, εκπροσώπων φορέων, της Φιλαρμονικής σηματοδοτώντας τη διαρκή παρουσία του Θεοδωράκη στην καρδιά της πόλης – εκεί όπου έζησε, περπάτησε και εμπνεύστηκε μικρό παιδί ακόμα….
Η Κεφαλονιά τιμά τον Μίκη Θεοδωράκη: Η χάλκινη προτομή του στην οδό Ριζοσπαστών (pics & vid)
Λίγο αργότερα, η συγκίνηση κορυφώθηκε μέσα στην ιστορική αίθουσα του θεάτρου, όταν το Άξιον Εστί του Θεοδωράκη και του Ελύτη ζωντάνεψε μέσα από τις φωνές, τις λέξεις και τη μουσική, θυμίζοντας πως η Τέχνη μπορεί να γίνει προσευχή, λόγος και ψυχή ενός λαού.
Οι συντελεστές της μεγάλης βραδιάς:
Μικτή Χορωδία της ΕΡΤ
Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ
Διονύσης Σούρμπης, βαρύτονος
Μπάμπης Βελισσάριος, λαϊκός τραγουδιστής
Αλμπέρτο Φάις, αφηγητής
♦ Μουσική διεύθυνση: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος, Διευθυντής της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Η ερμηνεία των συντελεστών υπήρξε βαθιά βιωματική και συγκλονιστική, αναδεικνύοντας τον ποιητικό και πνευματικό πυρήνα του έργου, που αγγίζει θέματα εθνικής μνήμης, ανθρώπινου πόνου και αναγέννησης.
Η ξεχωριστή στιγμή της βραδιάς
Για την Κεφαλονιά, και ιδίως για το Αργοστόλι, η παρουσία του μαέστρου Αγαθάγγελου Γεωργακάτου δεν ήταν απλώς τιμητική – ήταν κορυφαία. Ο διακεκριμένος μουσικός, συμπατριώτης μας , έδωσε στην ερμηνεία βάθος, μέτρο και πάθος, συνδέοντας τη μουσική μεγαλοπρέπεια του έργου με τον τόπο που τον γέννησε.
Η αίθουσα του “Κεφάλου” ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Το χειροκρότημα στο τέλος δεν ήταν τυπικό· ήταν υπόκλιση. Σε έναν άνθρωπο, σε ένα έργο, σε μια εποχή, σε μια μνήμη, στη μνήμη του Μίκη Θεοδωράκη.
Η ιστορία του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Η ιστορία της συγκλονιστικής μελοποίησης του έργου του Οδυσσέα Ελύτη και η γέννηση ενός πολιτισμικού μνημείου της νεότερης Ελλάδας
Όταν η ποίηση του Ελύτη συναντήθηκε με τη μουσική του Θεοδωράκη, γεννήθηκε κάτι πέρα από τραγούδι: ένα έργο συλλογικής μνήμης, μια λειτουργία του ελληνικού λαού. Το Άξιον Εστί δεν είναι μόνο ένας δίσκος – είναι μια κραυγή, μια προσευχή και ένα ιστορικό τεκμήριο.
Το Άξιον Εστί δεν ανήκει πια σε εκείνους που το δημιούργησαν. Ανήκει σε όλους. Είναι η ηχητική συνείδηση μιας χώρας που πέρασε πολέμους, εμφύλιους, δικτατορίες και αναζητούσε –και αναζητά– κάτι να την κρατά όρθια. Το έργο αυτό, καρπός της συνεργασίας του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη, δεν είναι απλώς ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Είναι το Ευαγγέλιο της νεότερης Ελλάδας.
Από το ποίημα στο σκοπό
Το ομώνυμο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί, κυκλοφόρησε το 1959 και θεωρήθηκε αμέσως ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ελληνικής γραμματείας του 20ού αιώνα. Μια σύνθεση υψηλού λυρισμού, δομημένη σε τρία μέρη (Η Γένεσις, Τα Πάθη, Το Δοξαστικόν), με αρχαιοπρεπή ρυθμό και βιβλική δομή, το έργο αποτελεί βαθιά στοχαστική και υπαρξιακή τοιχογραφία της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, που βρισκόταν ήδη στην αιχμή της δημιουργικής του διαδρομής, γοητεύτηκε από τη δύναμη του έργου. Το 1960 αποφασίζει να το μελοποιήσει – μια απόφαση ριζοσπαστική για την εποχή, καθώς η ενοποίηση ποίησης υψηλού κύρους με μουσικές φόρμες προσιτές στο ευρύ κοινό θεωρούνταν σχεδόν βλάσφημη από τα τότε μουσικά «ιερατεία».
Αλλά ο Θεοδωράκης είχε άλλο όραμα: να ενώσει την “υψηλή” ποίηση με το “λαϊκό” αίσθημα. Να φέρει τον Ελύτη στις αυλές και τις πλατείες, στα καφενεία και τις διαδηλώσεις.
Το έργο-σταθμός
Η πρώτη παρουσίαση του Άξιον Εστί έγινε το 1964. Ο αφηγητής (και αργότερα συνταυτισμένος με το έργο) ήταν ο Μάνος Κατράκης, η βυζαντινή χορωδία συνέβαλε με τις ιερατικές της αποχρώσεις και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης απέδωσε τα μελοποιημένα αποσπάσματα ως Λαϊκός Τραγουδιστής – όχι ως καλλιτέχνης αλλά σχεδόν ως ψάλτης του λαού.
Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Το έργο έγινε σύμβολο όχι μόνο πολιτιστικό αλλά και πολιτικό: έδεσε τον εσωτερικό στοχασμό του Ελύτη με τη συλλογική εμπειρία του έθνους. Από τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου μέχρι την αναζήτηση αξιοπρέπειας στα χρόνια της ανόδου και της σύγχυσης, το Άξιον Εστί αποτέλεσε φάρο.
Η μουσική ως τελετουργία
Ο Θεοδωράκης δεν μελοποίησε απλώς τον Ελύτη – τον ερμήνευσε, τον μετέφερε σε μουσική γλώσσα που μιλούσε κατευθείαν στο θυμικό του Έλληνα. Με ενορχήστρωση που συνδυάζει λαϊκά όργανα με συμφωνικά, με χορωδιακή δραματουργία που θυμίζει αρχαία τραγωδία και με λυρικές κορυφώσεις που σπάνε το προσωπικό φράγμα κάθε ακροατή, ο συνθέτης οικοδομεί έναν ήχο συλλογικό.
Το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ» έγινε ύμνος. Όχι μόνο σε διαδηλώσεις ή γιορτές – αλλά και στην ψυχή εκείνου που αναζητά κάτι ανώτερο.
Η συνέχεια ενός έργου αιώνιου
Το Άξιον Εστί επανεκτελέστηκε εκατοντάδες φορές. Από σκηνές κλασικών αιθουσών μέχρι υπαίθρια στάδια. Από επαγγελματικές ορχήστρες μέχρι χορωδίες της επαρχίας. Κάθε ερμηνεία, όμως, είναι ένα είδος τελετουργίας. Δεν είναι έργο που «απλώς παίζεται». Είναι έργο που βιώνεται.
Ακόμα και μετά τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, το Άξιον Εστί παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός, ένα έργο που, όπως είχε πει και ο ίδιος, «γράφτηκε για να αντέξει στον χρόνο – και στον λαό».
Το Άξιον Εστί είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των συντελεστών του. Είναι μια πράξη πολιτιστικής αυτογνωσίας, μια γέφυρα ανάμεσα στην Ιστορία και στο βίωμα, μια λειτουργία του έθνους. Και όσο υπάρχει Ελλάδα, θα ακούγεται η φωνή του Θεοδωράκη να ψιθυρίζει και να φλέγεται στο σώμα της ποίησης του Ελύτη. Άξιον Εστί.